- δρύφρακτο
- τοξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει ή προστατεύει ένα χώρο, κάγκελα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλαρέτο — το, Ν 1. ναυτ. αιωρρθέσιο 2. γεν. δρύφρακτο, παραπέτο … Dictionary of Greek